- τυμπάνωση
- η, Νιατρ. τυμπανισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανο, μέσω ενός ρ. *τυμπανώνω. Η λ., στον λόγιο τ. τυμπάνωσις, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τύμπανο — (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο με καθορισμένο ήχο. Αποτελείται από ένα μεγάλο μετάλλινο ημισφαίριο, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένη μια μεμβράνη. Ανάλογα με το τέντωμα της μεμβράνης διαμέσου κοχλιών ή ποδοπλήκτρων, ρυθμίζεται και το ύψος του ήχου … Dictionary of Greek